Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλυσόδεμα το [alisóδema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αλυσοδένω.
[αλυσοδέ(νω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλυσόδεμα [alisó∂ema] το,
- chaining, fettering (syn in αλυσίδωμα 2):
- ο απελπισμός φέρνει στον άνθρωπο το ~ του στοχασμού (Panagiotop) |
- ο φυλακισμένος ένοιωσε τον εαυτό του ελεύτερο, ξέχασε τον Aράπη, τ' ~, το γύπα, τα σίδερά του τα 'νοιωσε σαν φτερά (Chourmouzios) |
- poem εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ίδρωτά μας | ζυμώνουμε του κόσμου το ψωμί· | πιο δυνατά κι απ' τα σπαθιά τα χέρια τα δικά μας | και μ' όλο το ~ σκάφτουν και η γη πλουτεί (Palam) |
- πέζεψε και χώρια μην κρατάς | τ' ~, μ' εμάς | ταίριασ' το μαζί (id.) |
- κ' οι θησαυροί οι ανεύρετοι, που τους ανάστενεν ο νους, | σφυροκοπώντας μάλαμα γι' αλυσοδέματα άλλα (Malakasis)
[der of αλυσοδένω]
- chaining, fettering (syn in αλυσίδωμα 2):



