Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλυσοτροχός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αλυσοτροχός [alisotroxós] ο, engineer.
  • sprocket wheel, chain gear

[cpd of άλυσος & τροχός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλυσότροχος ελκυστήρας [alisótroxos elcistíras] ο,
  • caterpillar tractor, cat, crawler (tractor)

[cpd of άλυσος & τροχός; ελκυστήρας, q.v.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες