Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλυσιδίτσα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αλυσιδίτσα [alisi∂ítsa] η,
  • small chain, chainlet, fine chain (syn in αλυσιδάκι):
    • χρυσή ~ fine gold chain |
    • φορούσε μια ~ στο λαιμό |
    • έλαμψε ένας όμορφος σταυρός από σμαλτωμένο χρυσάφι, στολισμένος με μαργαριτάρια και περασμένος σε χρυσή ~ (Xenop) |
    • (στη βρύση) από μιαν ~ κρέμουνταν ένα προύντζινο τάσι (Kazantz) |
    • τα πρόσωπά τους (sc των γυναικών) από τη μύτη και κάτω σκεπασμένα με αλυσιδίτσες (id.) |
    • στο δεξί του έπαιζε μιαν ~ ασημένια με κεχριμπαρένιο μπρελόκ (Terzakis) |
    • χάιδεψε το σπάνιο σκυλάκι που κρατούσε από μια λεπτή ~ (TAthanasiadis)
  • ⓐ embroidery chain stitch (cf αλυσίδα 1)

[der of αλυσίδα w. suff -ίτσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go