Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλτρουιστής
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλτρουιστής ο [altruistís] Ο7 θηλ. αλτρουίστρια [altruístria] Ο27 : αυτός που διαπνέεται από αλτρουισμό.

[λόγ. < γαλλ. altruiste (-iste = -ιστής)· λόγ. αλτρουισ(τής) -τρια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλτρουιστής [altruistís] ο,
  • one unselfishly concerned or devoted to the welfare of others, selffless male person, altruist (syn φιλάνθρωπος, ant ατομικιστής):
    • ατομικιστές και αλτρουιστές |
    • ανθρωπιστής και ~ |
    • ~ γιατρός |
    • στεφανώνει με το αμάραντο το στεφάνι ... τους αλτρουιστές που ένοιωσαν, που αγάπησαν και πόνεσαν για το ανθρώπινο γένος (SZSideris)

[fr Fr altruiste]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go