Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλτούρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλτούρα [altúra] η, naut (obsol)
  • width

[fr It altura 'rise']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες