Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλουποτόμαρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλουποτόμαρο [alupοtómaro] το, (region. & less freq αλεποτόμαρο)
  • ① fox skin (syn αλούπι 2)
  • ② cunning, foxy person (syn αλουπός 2)

[cpd w. τομάρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες