Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλουποτόμαρο [alupοtómaro] το, (region. & less freq αλεποτόμαρο)
- ① fox skin (syn αλούπι 2)
- ② cunning, foxy person (syn αλουπός 2)
[cpd w. τομάρι]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[cpd w. τομάρι]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |