Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλογοσούρτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλογοσούρτης [aloγosúrtis] ο, (& αλογοσύρτης)
  • horse-thief, horse-rustler, but also stealer of mules, asses and, generally, animal stealer:
    • πήρες κ' ένα ψοφάλογο, αλογοσούρτη, άτιμε! (Vlachogiannis) |
    • poem δεν είναι άλλος γιδόχαρος κι αλογοσύρτης άλλος | στη γούρνα ετούτη κλ (Athanas)

[der of αλογοσύρω 'lead a horse']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες