Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλογοπάζαρο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλογοπάζαρο το [aloγopázaro] Ο41 : τόπος όπου γίνονται αγοραπωλησίες αλόγων.

[αλογο- + παζάρ(ι) -ο]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλογοπάζαρο [aloγopázaro] το,
  • horse market, horse mart, horse fair:
    • πήγε στ' ~ να πουλήσει το μουλάρι |
    • το ~ της Θήβας, ένα από τα πιο σπουδαία αλογοπάζαρα που γίνονται στην Eλλάδα |
    • πέρασε απ' το ~· πάντα του αρέσανε τα όμορφα φαριά· στάθηκε και τα θαυμάζει (Petsalis-D)

[cpd w. παζάρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες