Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλογομούρης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλογομούρης ο [aloγomúris] Ο11 θηλ. αλογομούρα [aloγomúra] Ο25α : (προφ., μειωτ.) αυτός που το πρόσωπό του μοιάζει με του αλόγου: Άντε βρε αλογομούρη!

[αλογο- + μούρ(η) -ης· αλογομούρ(ης) -α]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλογομούρης, -α, -ικο [aloγomúris] derisive
  • having a long face like that of a horse, horse-faced:
    • αλογομούρα γυναίκα, αλογομούρικο παιδί

[cpd of άλογο & μούρη w. suff -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες