Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλογίκευτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλογίκευτα [aloyícefta] adv
  • without reasoning, unthinkingly, irrationally (syn in αλόγιαστα):
    • μιλεί ~ |
    • ~ καλός

[der of αλογίκευτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες