Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλογίκευτα [aloyícefta] adv
- without reasoning, unthinkingly, irrationally (syn in αλόγιαστα):
- μιλεί ~ |
- ~ καλός
[der of αλογίκευτος]
- without reasoning, unthinkingly, irrationally (syn in αλόγιαστα):



