Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλογάς ο [aloγás] Ο1 : (προφ.) αυτός που ασχολείται με άλογα.
[άλογ(ο) -άς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλογάς [aloγás] ο, pl αλογάδες,
- raiser of horses (syn in αλογάρης 1) or horse trader (syn αλογοέμπορος)
[der of άλογο2 'horse' w. suff -άς]



