Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλμύρα
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλμύρα η [almíra] & αρμύρα η [armíra] Ο25α : η ιδιότητα του αλμυρού1: H ~ της θάλασσας. Έβαλες πολύ αλάτι και το φαγητό δεν τρώγεται από την ~.

[μσν. αλμύρα < αλμυρ(ός) -α (αναδρ. σχημ.)· τροπή [l > r] κατά το αλμυρός > αρμυρός]

[Λεξικό Κριαρά]
αλμύρα η.
  • H ιδιότητα του αλμυρού πράγματος·
    • (εδώ μεταφ.):
      • ουδέν την εγεμάτισε του Xάρου την αλμύραν (Γεωργηλ., Θαν. 380).

[θηλ. του επιθ. αλμυρός ως ουσ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλμύρα [almíra] η, (& αρμύρα)
  • ① saltiness, salinity (syn αλμυράδα, αλμυριά, αλμυρίλα, αλμυρότητα, ant αναλατιά 1):
    • το φαΐ δεν τρώγεται από την ~ του |
    • η ~ του νερού, η ~ της θάλασσας, ~ του πέλαγου |
    • η ~ του θαλασσινού αέρα tang of the sea |
    • γεύομαι στα χείλη την αρμύρα της θάλασσας (Myriv) |
    • μια τσουχτερή ~ ερχότανε από τη θάλασσα μαζί με τον αέρα (KPolitis) |
    • το πέλαγο γελάει, μυρίζει με την ~ του νερού της την αναιμική βλάστηση (Panagiotop) |
    • poem δεν έχει ~ η θάλασσα, δεν έχει φύκι και ψάρι - δε μυρίζει (Ritsos) |
    • παίρνοντας την αρμύρα από τα δάκρυά μας στ' ανοιχτά πανιά τους (Melissanthi) |
    • ... πας γλυκά θανατωμένος, | στην άβυσσο που όλη ευωδάει από κυμάτου αρμύρα (KTsatsos)
  • ② salt water, brine (syn in άλμη):
    • το φαΐ είναι αρμύρα (i.e. too salty) |
    • βάζω ελιές στην αρμύρα |
    • με χτυπάει της θάλασσας η αρμύρα |
    • ήπιε ~ της θάλασσας |
    • αρμύρα του πελάγου |
    • θαλασσινή ~ |
    • η αρμύρα της άμμου, των φυκιών |
    • η μυρουδιά της αλμύρας |
    • ανάσαινε την αρμύρα βαθιά |
    • η αρμύρα πότιζε τον αέρα |
    • φυσάει γλυκό αεράκι φορτωμένο αρμύρα από το πέλαγο (Kazantz) |
    • πριν από το θαλάσσιο μπάνιο μπορείτε να πάρετε ένα θερμό λουτρό που ανοίγει τους πόρους να δεχθεί την ~ και το ιώδιο (Melas) |
    • πέτρες αιώνια μαστιγωμένες από τη θαλασσινή αρμύρα (Panagiotop) |
    • το λεπτυμένο χώμα το 'τρωγε η αρμύρα (KPolitis) |
    • η επιφάνεια διαβρωμένη (elsewhere φαγωμένη) από την ~ (Karouzou) |
    • η αρμύρα έχει καταφάει το πέτρινο δάπεδο (Athanasiadis-N) |
    • poem μέσ' το ζωντανό σου αγέρι | πόχει αρμύρας ευωδιά (Palam) |
    • γλάροι πετούν βαθιά στη θύμηση, μυρίζει αρμύρα η μνήμη smells of brine (Kazantz Od 18.243)
  • ⓐ sea water (syn θαλασσινό νερό, θάλασσα):
    • από την πολλή αρμύρα παρολίγο να πνιγώ having swallowed too much seawater I almost drowned |
    • poem νοιώθει να λούζεται στον ύπνο | απ' τον αγέρα της αρμύρας μυστικά (Sikel) |
    • ολανοιχτά στο μέγαν ήλιο και στη θείαν αρμύρα, | τα Δωδεκάνησα τα ελεύτερα τα σύμπαντα ευωδάνε (id.) |
    • όταν, ω παιδική καρδιά, η αρμύρα | στη λιμνοθάλασσα ανέλεη, λατρευτή, | με χρώματα σε μέθαε και με μύρα (Malakasis) |
    • η ολόυγρη αρμύρα πάθος της ψυχής σου (Xydis) |
    • ... σκοτώνονται | πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα, | έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους (Ritsos)
  • ③ pickled food (as salted fish) region.:
    • σήμερα θέλει αρμύρα για φαΐ
  • ④ salt-bearing, saliferous soil (syn αλατούχο έδαφος, αλμυρή γη)
  • ⑤ bot tamarisk Tamarix
  • ⓑ region. any of several maritime plants:
    • glasswort, Arthrocnemum or Salicornia herbacea & Arthrocnemum fruticosa (syn αλμυρίδι, αλμυρίκι) ; the sea blite Suaeda fruticosa (syn αλμυρίδι 2, αλμυρίκι) ; Cressa cretica (syn αλμυρήθρα)

[fr MG αλμύρα, substantiv. αλμυρά, f of adj αλμυρός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλμυρά [almirá] τα, (& αρμυρά)
  • pickled foodstuffs such as fish (syn αλίπαστα, παστά):
    • του αρέσουν τ' αρμυρά |
    • τ' ~ τραβούν κρασί |
    • idiom phr αγαπάει τ' αρμυρά is fond of pleasure, is sensual, carnal (syn αγαπάει τα ξινά)

[fr MG τα αρμυρά 'id' (Machairas)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλμυράδα [almirá∂a] η, (& αρμυράδα)
  • saltiness, salinity (syn in αλμύρα 1):
    • η αρμυράδα απ' τα χείλια του παιδιού (Gritsi-M)

[der of αλμυρός w. suff -άδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες