Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλμπούμ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άλμπουμ το [álbum] Ο (άκλ.) : 1.δεμένα φύλλα από χοντρό χαρτί ή χαρτόνι, συνήθ. με ειδικές υποδοχές, όπου τοποθετούνται συλλογές από φωτογραφίες ή από γραμματόσημα· (πρβ. λεύκωμα 1). 2. δίσκος μακράς διάρκειας με οκτώ έως δέκα τραγούδια, σε πολυτελή συνήθ. συσκευασία.

[λόγ. < γαλλ. album (ορθογρ. δαν., τον. κατά το λατ. πρόδρομο album `άσπρο΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλμπούμ το [albúm] Ο (άκλ.) : (παρωχ.) άλμπουμ1.

[λόγ. < γαλλ. album (ορθογρ. δαν.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άλμπουμ [álbum] το, (& αλμπούμ) indecl
  • book consisting of collection of photos and/or autographed texts (including poems), sketches etc, album, picture book, sketch-book (syn λεύκωμα):
    • ένα βελούδινο αλμπούμ με χρυσό κλείσιμο στα πλάγια (Moatsou-V) |
    • ~, φυλλάδια, φωτογραφίες ... αγνοούν τη Mακεδονία (Ouranis) |
    • βρίσκω τρία αλμπούμ με φωτογραφίες (Geros) |
    • έτοιμο το τραγούδι, μικροκάμωτο, ίσα ίσα για να χωρέσει στη λευκή σελίδα του αλμπούμ (Palam) |
    • poem την είχαν εσωτερική σ' ένα σχολείο στη Nάξο | κ' είχε μαζέψει σε αλμπούμ αγγέλους που γελούσαν (Tziovas)

[fr Fr album, substantiv. n of Lat albus 'white']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες