Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλματωδώς [almato∂ós] adv = αλματικώς
- :
- η βιομηχανία προάγεται ~ |
- η αρχαιολογική αξία του Γλα ανέρχεται ~ τα τελευταία χρόνια (Varelas)
[der of αλματώδης]



