Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλματικός
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αλματικός, -ή, -ό [almatikós] (L)
  • ① taking place by leaps (syn πηδηχτός):
    • αλματικό βάδισμα
  • ② fig rapid, swift (syn αλματώδης, γοργός):
    • αλματική αύξηση του πληθυσμού |
    • αλματική πρόοδος, e.g. από γενεά σε γενεά οι βιοτικές συνθήκες του αμερικανικού συνόλου κάνουν μια αλματική πρόοδο (Theotokas) |
    • αλματική μετάβαση, e.g. στα διάφορα είδη δεν επιτρέπεται αλματική μετάβαση, αλλά μετάβαση με όλους τους μικρούς βαθμούς της διαφοράς (Theodorakop) |
    • αλματική εξέλιξη, e.g. μερικοί κλάδοι δεν παρουσιάζουν τόσο αλματικές εξελίξεις (Christidis AK) |
    • αλματική τουριστική ανάπτυξη |
    • η κίνηση του τουρισμού σημείωσε αλματική άνοδο |
    • αλματική σταδιοδρομία |
    • αλματικές κατακτήσεις της τεχνικής |
    • αλματική χειροτέρευση των ευρωπαϊκών πραγμάτων (Papatsonis)

[der of άλμα w. suff -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go