Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλμανάκ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλμανάκ το [almanák] Ο (άκλ.) : είδος ημερολογίου που περιέχει και διάφορες αστρονομικές, εγκυκλοπαιδικές ή άλλες πληροφορίες.

[λόγ. < γαλλ. almanach (από τα αραβ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλμανάκ [almanák] το, (& αλμανάχ)
  • almanac, calendar (syn ημερολόγιο, καλαντάρι, καζαμίας)

[fr ML almanac(h) ← SpanArab al manaxa¯kh 'calendar']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες