Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλότροπο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αλλότροπο [alótropo] το, (L) = αλλοτροπία 2
:
  • οι ρομαντικοί λατρεύουν το ~ και το φανταστικό (Papantoniou) |
  • αν θα περνούσα τη βιβλιογραφία της κοπτικής τέχνης, θα μπορούσα με περισσότερη βεβαιότητα να πω, αν η αληθινή αισθητική συνείδηση ή η ροπή προς το μοναδικό και το ~ την έχει πυργώσει (Panagiotop)

[substantiv. n of αλλότροπος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλότροπος, -η, -ο [alótropos] (L)
  • ① having different ways, manners (syn αλλόκοτος, ιδιότροπος, παράξενος):
    • στην αρχιτεκτονική, την εξόχως κοινωνική αυτή τέχνη, το απελπισμένο και αλλότροπο άτομο δεν μπορεί ν' αφήσει έργα (Papantoniou)
  • ② having a different form, formed or made in a different way (near-syn ανομοιόμορφος):
    • ένας ήχος ~ |
    • μια αλλότροπη, αλλόκοτη ομορφιά |
    • ήταν ένα μελώδημα αλλότροπο και διεισδυτικό για μένα (Panagiotop) |
    • λέξη με αλλότροπο περιεχόμενο (Angelou) |
    • λέξεις αλλότροπες (Petsalis-D) |
    • φωνάζουνε μ' αλλότροπη προφορά (id.) |
    • το σύνολο της μορφής, παραλλαγμένης, αλλότροπης, καινοφανούς, και το σύνολο της συνθέσεως (Papatsonis)

[fr ByzG αλλότροπος 'strange' ← AG ἀλλότροπος (in epic, Linus)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες