Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλλότριο
7 items total [1 - 7]
[Λεξικό Γεωργακά]
αλλότριο [alótrio] το,
  • ① alien, foreign element (syn το ξένο):
    • η αποστροφή για το ξένο, το ~, για την ξενιτειά (Dimaras) |
    • τον ενοφθαλμισμό του αλλότριου τον αποκρούουν οι αρχαίοι Έλληνες πιο πολύ από ένστικτο (Kakridis)
  • ② pl αλλότρια τα, things or affairs of others (syn ξένα πράγματα, ξένες υποθέσεις):
    • μην επιθυμείς τα αλλότρια |
    • επεμβαίνει σε αλλότρια |
    • καιρός σπαταλημένος σε αλλότρια και σε μάταια (Tsatsos)
  • ⓐ law property owned by another (syn ξένη ιδιοκτησία):
    • διοίκηση αλλοτρίων |
    • ο διοικητής αλλοτρίων έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει στον κύριο, να του αποδώσει όσα απόκτησε από τη διοίκηση κλ (Christidis AK)

[substantiv. n of αλλότριος; form τα αλλότρια 'foreign land' LMG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοτριόμορφος κρύσταλλος [alotriómorfos krístalos] ο, crystallogr
  • allotriomorphic crystal

[cpd w. μορφή]

[Λεξικό Κριαρά]
αλλότριος, επίθ.
  • 1) (Συνηθέστ. με το επίθ. ξένος επιτ.) που σχετίζεται με άλλους ανθρώπους, με άλλους λαούς· απομακρυσμένος:
    • (Λόγ. παρηγ. O 738
    • εις ξενιτείαν εσέβηκα αλλότριαν, μεγάλην (Iμπ. 771).
  • 2) Ξενιτεμένος:
    • ξένος επροέκρινα κι αλλότριος να γένω (Bέλθ. 507).
  • 3) Που δεν έχει δικαιολογημένη σχέση με κ., ανάξιος:
    • αλλότρια, ξένη του βεργιού σε κρίνω (Bέλθ. 557).
  • Tο ουδ. του επιθ. στον πληθ. ως ουσ. = τα ξένα, η ξενιτειά:
    • να μ’ εύρει και ο θάνατος στα αλλότρια, τα ξένα (Φλώρ. 1100).

[αρχ. επίθ. αλλότριος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλλότριος -α -ο [alótrios] Ε6 : (λόγ.) που ανήκει ή που αφορά κπ. άλλον: Εποφθαλμιούν αλλότρια εδάφη. Mην αναμειγνύεσαι σε αλλότριες υποθέσεις. || (ως ουσ.) τα αλλότρια: Παραμελεί τις προσωπικές του υποθέσεις και ασχολείται με αλλότρια. (απαρχ.) ΦΡ εξ ιδίων* τα αλλότρια.

[λόγ. < αρχ. ἀλλότριος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλότριος1 [alótrios] ο,
  • foreigner, alien (syn ο ξένος):
    • poem κι όσ' απ' αλλότριους μάζωξα κι από δικούς μου βρήκα (Palam)

[fr MG αλλότριος ← K, PatrG ← AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλότριος2, -α, -ο [alótrios] (L)
  • belonging to another, strange, foreign (syn ξένος, ξενικός, ant αυτοχθονικός, δικός [μου, σου, κλ]):
    • αλλότριο έδαφος |
    • χώρος ~ |
    • η ξένη και αλλότρια Eυρώπη |
    • αλλότρια φύση |
    • αλλότρια σώματα, e.g. in med foreign bodies |
    • στοιχεία αλλότρια και αταίριαστα |
    • κάτι το αλλότριο |
    • τίποτε δε νομίζει αλλότριο |
    • αλλότριες φυλές (κλήρες) |
    • αλλότριοι λαοί και πολιτισμοί |
    • αλλότριοι κόσμοι |
    • αλλότριες (κοινωνικές) τάξεις |
    • αλλότρια πράγματα, e.g. γυρεύει αλλότρια πράγματα, ανακατώνομαι σε αλλότρια πράγματα |
    • αλλότρια έργα, αλλότριες απασχολήσεις |
    • αλλότριο ζήτημα |
    • ανάμιξη σε θέματα αλλότρια |
    • θέματα εντελώς αλλότρια από τη θρησκεία |
    • αλλότρια γλώσσα, αλλότρια λόγια |
    • αλλότριες θελήσεις |
    • επιθυμίες αλλότριες από την τέχνη |
    • αλλότριες πείρες |
    • μνήμες σχετικές ή αλλότριες |
    • ~ στοχασμός, αλλότριες σκέψεις |
    • πρεσβεύει αλλότριες ιδέες |
    • αλλότρια καθοδήγηση |
    • αλλότριες και ύποπτες σκοπιμότητες και βλέψεις |
    • η ροή του χρόνου είναι κάτι αλλότριο, μπορεί και ψεύτικο (Terzakis) |
    • ποίηση υποταγμένη σε αλλότριες δημιουργικές δυνάμεις και σκοπούς (Karantonis) |
    • τα αλλότρια πνεύματα εισβάλλουν και ανοίγουν πόλεμο με τα αυτοχθονικά (Theodorakop) |
    • (οι ακροατές των ραψωδιών) ζουν τα αλλότρια παθήματα σα δικά τους (Papanoutsos) |
    • η διακινδύνευση της προσωπικής ζωής για τη διάσωση αλλότριας ζωής (Despotop) |
    • poem το τραγούδι του ξένου χορευτή |...| μην το ξεχνάτε, βρε παιδιά. Kι αν είναι αλλότριο, τι; (Palam) |
    • το μοναστήρι τ' ακουστό της Kεχαριτωμένης | τον αναχωρητή κρατά, τ' αλλότριο πλάσμα κλ (id.)

[fr MG αλλότριος ← K, PatrG, AG ἀλλότριος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοτριότητα [alotriótita] η, (& L αλλοτριότης)
  • strangeness, differentiation:
    • ο πρωταρχικός χρόνος καταλύοντας την ~ ιδρύει την ενότητα των χρονικών εκστάσεων (Georgoulis) |
    • οι φιλοσοφικοί όροι απόκρισις και αΐδιος κίνησις τονίζουν τη σύλληψη της αντιθετικότητας και της αλλοτριότητας μεταξύ απείρου και πεπερασμένων όντων, μεταξύ είναι και όντων (Malevitsis)

[fr K ἀλλοτριότης ← AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go