Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλόκοσμος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλλόκοσμος, -η, -ο [alókozmos]
  • ① otherworldly, spiritual or imaginary (near-ant κοσμικός, πραγματικός, ρεαλιστικός):
    • το αλλόκοσμο ύφος των μοναχών |
    • έβγαλε μια φωνή αλλόκοσμη |
    • εδώ θ' αρχίσετε τον πόλεμο ..., τον άλλον που γεννιέται με μια δύναμην αλλόκοσμη (Vlachogiannis) |
    • κοιτώντας μέσα από 'να αλλόκοσμο όνειρο (id.) |
    • θαύμαζε τις μπαλαρίνες να χορεύουν, ντυμένες αλαφροήσκιωτα ..., μακρινές και αλλόκοσμες (KPolitis) |
    • στους τόσο αλλόκοσμους εκείνους σκιαθίτικους αιγιαλούς του βορινού Aιγαίου (RApostolidis) |
    • poem έρχεται προς το μέρος του ... με την άηχη εκκωφαντικότητα των αλλόκοσμων κοασμών (ASchinas) |
    • στο νέο κορμί δεν αρκεί να δώσης | την απλοχωριά, τον παλμό | μιας μηχανής κοσμικής ή αλλόκοσμης (Meimaris)

[cpd of άλλος κόσμος; cf also dial Pontic der αλλοκοσμίτης ο, alien (syn αλλοδαπός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες