Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλοτριωμένος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αλλοτριωμένος, μτχ. επίθ.
  • (Προκ. για την όψη προσώπου) διαφορετικός, αλλοιωμένος, παραμορφωμένος· αλλόκοτος:
    • Kι είχεν θωριάν αγριόθωρην, μαύρην και αλλοτριωμένην (Πικατ. 70).

[μτχ. του αρχ. αλλοτριόω, νεότ. ώνω (Βλάχ.). H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοτριωμένος, -η, -ο [alotrioménos]
  • alienated, estranged (syn αποξενωμένος):
    • ο ~ άνθρωπος απέναντι στα πράγματα |
    • το αλλοτριωμένο άτομο ζει σε κλίμα άγχους |
    • αλλοτριωμένες φυλές |
    • ο μεγαλοφυής που βιδώνεται νυχτόημερα στο ερευνητικό του εργαστήριο, ~ από κάθε άλλη απασχόληση (Panagiotop)

[fr MG αλλοτριωμένος, ppp of αλλοτριώνω ← AG ἀλλοτριῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες