Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλοπαθητικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοπαθητικά [alopaθitiká] adv
  • allopathically (ant ομοιοπαθητικά):
    • όσα λυτρώνουν τον ίδιο τον καλλιτέχνη και το θεατή (τον αναγνώστη ή τον ακροατή) ~ (Papanoutsos)

[der of αλλοπαθητικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες