Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλληλόχρεος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλληλόχρεος -η -ο [alilóxreos] Ε5 : (νομ.) που συνδέεται με κπ. με αμοιβαία δέσμευση χρέους ή υποχρέωσης.

[λόγ. αλληλο- + χρέ(ος) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλόχρεος, -η, -ο [alilóxreos] (L)
  • bound by mutual obligation, mutually indebted:
    • ~ λογαριασμός mutual current account between two merchants for a set time period (syn ανοιχτός or τρεχούμενος λογαριασμός) |
    • το υπόλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού (Christidis AK) |
    • αν υπάρχη ~ λογαριασμός μεταξύ προσώπων, που το ένα τους τουλάχιστον είναι έμπορος, από τη μέρα που ο λογαριασμός αυτός κλείστηκε το υπόλοιπο φέρνει αυτοδικαίως τόκο (ib)

[fr K ἀλληλόχρεος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go