Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληλοσυμπλήρωση [alilosimblírosi] η, gen αλληλοσυμπλήρωσης & αλληλοσυμπληρώσεως,
- mutual complementing (syn αμοιβαία συμπλήρωση):
- ~ των δύο φίλων |
- μερικά πεζογραφήματα συγκεντρώνουν όλα μαζί τα στοιχεία του έντεχνου λόγου ... σε μια γόνιμη συνεργασία και σε μια θαυμαστή ~ (Charis) |
- τα είδη της λογοτεχνίας συγχέονται, ο πεζογράφος, ο ποιητής, ο δοκιμιογράφος έχουν ανάγκη από ~ και συνεργασία μέσα στο ίδιο άτομο (Chatzinis) |
- το διακοσμητικό ανάγλυφο στην επιφάνεια του Xίλτον πρέπει να θεωρηθή σαν ένα από τα καλύτερα κομμάτια εύστοχης συνεργασίας και αλληλοσυμπληρώσεως αρχιτεκτονικής που συναντούμε στη σύγχρονη εποχή (DVasileiadis)
[der of αλληλοσυμπληρώνονται of cpd w. συμπλήρωση]
- mutual complementing (syn αμοιβαία συμπλήρωση):



