Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληλοδιδακτικό [alilo∂i∂aktikó] το, (& αλληλοδιδαχτικό) educ (L)
- school using monitorial instruction (syn αλληλοδιδακτικό σχολείο):
- έντεκα χρονών ήμουν· πέρασα το αλληλοδιδαχτικό στην πρώτη τάξη του ελληνικού μαθητής (Palam) |
- έβγαλε φωνή να πάνε να πιάσουνε το δεσπότη και το δάσκαλο του αλληλοδιδαχτικού (Prevelakis)
[substantiv. n fr αλληλοδιδακτικό σχολείο]
- school using monitorial instruction (syn αλληλοδιδακτικό σχολείο):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλληλοδιδακτικός -ή -ό [aliloδiδaktikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αλληλοδιδασκαλία ή που την εφαρμόζει: Aλληλοδιδακτική μέθοδος. Aλληλοδιδακτικό σχολείο.
[λόγ. αλληλο- + διδακτικός κατά το αλληλοδιδασκαλία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληλοδιδακτικός, -ή, -ό [alilo∂i∂aktikós] educ (L obsol)
- mutually instructive:
- αλληλοδιδακτική μέθοδος educational system according to which the more advanced among the students are used to instruct the weaker members of the class under the supervision of their teachers and in their stead, system of monitorial instruction |
- ο Aθαν. Πολίτης γίνεται ο εισηγητής της αλληλοδιδακτικής μεθόδου στα σχολεία της Eλλάδος πριν από τον Kοκκώνη (Varelas) |
- σχολείο της αλληλοδιδακτικής μεθόδου |
- αλληλοδιδακτικό σχολείο school at which the monitorial instruction system is applied (syn αλληλοδιδακτικό) |
- ήταν μαθητής του αλληλοδιδακτικού σχολείου της Bιζύης (Charis) |
- αρίστευσε στο αλληλοδιδακτικό σχολείο του νησιού του (Peranthis)
[cpd w. διδακτικός]
- mutually instructive:



