Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληλεπενέργεια [alilepenéryia] η, (& αλληλοεπενέργεια) (L)
- mutual influence (syn αλληλενέργεια, αλληλεπίδραση):
- αλληλεπενέργειες βιολογικών, ψυχολογικών, κοινωνικών δυνάμεων (Despotop) |
- ερμηνεύει την ιστορία σαν εξελικτική ανάπτυξη των ιδιαίτερων φυσικών χαρισμάτων κάθε ανθρώπου είτε κάθε λαού, καθώς επηρεάζονται από τις βιοτικές τους συνθήκες ..., αλλά και με την αλληλεπενέργειά τους προς και από τους άλλους ανθρώπους και λαούς (id.) |
- οι ιδιότητες αυτές δεν αλλάζουν τη φύση των πραγμάτων ούτε την αλληλοεπενέργειά τους (Lambridi)
[cpd w. επενέργεια; cf αλληλενέργεια]
- mutual influence (syn αλληλενέργεια, αλληλεπίδραση):



