Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλληλενέργεια
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αλληλενέργεια [alilenéryia] η, (L)
  • mutual influence (syn in αλληλεπενέργεια):
    • μεταξύ των δύο στοιχείων υπάρχει μια αλληλεξάρτηση, μια ~, ένας διάλογος (Tsatsos) |
    • υπάρχει ~ ανάμεσα στον λόγο και στην σκέψη (Dimaras) |
    • (στη Δαμασκό) το τζαμί των Oμμεϋδών εκφράζει τη διαδοχή και την ~ των πολιτισμών της Συρίας (Theotokas)

[neol, cpd w. ενέργεια; cf αλληλεπενέργεια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go