Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλλεργιογόνος -ος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλλεργιογόνος -ος / -α -ο [alerjioγónos] Ε14 : (ιατρ.) που προκαλεί αλλεργία: Aλλεργιογόνες ουσίες.

[λόγ. αλλεργί(α) -ο- + -γόνος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλεργιογόνος, -ος [aleryioγónos] adj med
:
  • physiol αλλεργιογόνοι ουσίες
  • substances causing the appearance of an allergy, allergens

[cpd w. -γόνος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go