Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλλαξόπιστος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αλλαξόπιστος1 [alaksópistos] ο, & αλλαξόπιστη [alaksópisti] η,
  • apostate, renegade (syn L εξωμότης, εξωμότρια):
    • τιμώρησε τον προδότη και τον αλλαξόπιστο (Prevelakis) |
    • η δύστυχη μάνα ..., που ένοιωθε σαν κάτι ακατανόητο την αλλαγή της πίστης, ξέσπασε σα θύελλα κατά της αλλαξόπιστης (Palam)

[cpd w. πίστη; cf αλλαξοπρόσωπος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλαξόπιστος2, -η, -ο [alaksópistos]
  • ① having changed one's faith or sect, renegade, apostate:
    • ~ χριστιανός renegade Christian |
    • να ήταν σε στενάχωρη θέση, επειδή αυτός ο διάσημος πρόγονος ήταν ένας χριστιανός ~; (Venezis)

[cpd w. πίστη; cf αλλαξοπρόσωπος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go