Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλητοτουρίστας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλητοτουρίστας ο [alitoturístas] Ο3 θηλ. αλητοτουρίστρια [alitoturístria] Ο27 : (μειωτ.) συνήθ. για αλλοδαπό νεαρής ηλικίας, που κάνει διακοπές με ελάχιστα χρήματα και που τριγυρίζει κακοντυμένος και απεριποίητος.

[αλήτ(ης) -ο- + τουρίστας, τουρίστρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go