Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αληταριό
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αληταριό [alitarjó] το,
  • a number or group of young loafers:
    • λεφούσι ασιτίας, ταξιαρχία αληταριού, πανάθλιο προλεταριάτο της γατήσιας κοινωνίας (Karagatsis)

[der of αλήτης w. suff -αριό ← ByzG -αρείον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες