Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλησμονώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλησμονώ [alizmonó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 : (λαϊκότρ.) λησμονώ.

[< λησμονώ με ανάπτ. προτακτ. α- 3 απο συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-li > nali > n-ali] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go