Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλησμονιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλησμονιά η [alizmoná] Ο24 : (λαϊκότρ.) λησμονιά.

[< λησμονιά με ανάπτ. προτακτ. α- 3 κατά το συγγ. λησμονώ > αλησμονώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go