Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλευρώνω [alevróno] -ομαι Ρ1 : 1.πασπαλίζω κτ. με αλεύρι, συνήθ. για να το τηγανίσω: ~ τα ψάρια / τους κεφτέδες. || (προφ.) λερώνω κπ. ή κτ. με αλεύρι. 2. (παθ., ειρ.) βάζω πολλή πούδρα στο πρόσωπο.
[ενεργ. του μσν. αλευρώνομαι < αλεύρ(ι) -ώνομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλευρώνω.
-
- (Mέσ.) πασπαλίζομαι, σκονίζομαι με αλεύρι:
- (Mπερτόλδος 54).
[<ουσ. αλεύρι + κατάλ. ‑ώνω. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- (Mέσ.) πασπαλίζομαι, σκονίζομαι με αλεύρι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλευρώνω [alevróno] aor αλεύρωσα, mediop αλευρώνομαι, aor αλευρώθηκα, ppp αλευρωμένος
- ① coat, sprinkle, dredge w. flour, flour (syn πασπαλίζω με αλεύρι):
- αλεύρωσε το ψάρι και βάλ' το στο τηγάνι |
- αλευρώνει τους κεφτέδες για τηγάνισμα |
- gnom όποιος πάει στο μύλο θ' αλευρωθή any (bad) association necessarily brings (adverse) results
- ② cover w. powder, to powder (syn πασπαλίζω με πολλή πούδρα, πουδράρω υπερβολικά):
- δε ντρέπεται γριά γυναίκα ν' αλευρώνεται σα μασκαράς
- ③ give scanty, slight, superficial, poor education or training (syn εκπαιδεύω επιπόλαια, μορφώνω επιφανειακά, πασαλείφω):
- το φροντιστήριο or ο προγυμναστής τ' αλευρώνει τα παιδιά δυο-τρεις μήνες για τις εισαγωγικές εξετάσεις |
- πήγε έξι μήνες στην Eυρώπη κι αλευρώθηκε
[fr MG *αλευρώνω (Ger. Vlachos, 1659) ← K *ἀλευρῶ (-όω), der of K ἄλευρον]
- ① coat, sprinkle, dredge w. flour, flour (syn πασπαλίζω με αλεύρι):