Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλευρού [alevrú] η,
- ① female flour merchant
- ② flour bin (syn in αλευροδόχη)
[der of αλευράς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλευρούχος -α / -ος -ο [alevrúxos] Ε14 : που περιέχει αλεύρι.
[λόγ. αλευρ(ο)- + -ούχος μτφρδ. γαλλ. farineux]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλευρούχος, -ος, -ο [alevrúxos]
- containing flour
[w. 2nd cpd me -ούχος]



