Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλευράς
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλευράς ο [alevrás] Ο1 : αυτός που πουλάει αλεύρι.

[αλεύρ(ι) -άς]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλευράς [alevrás] ο,
  • flour merchant, flour dealer (syn αλευρέμπορος, αλευροπώλης):
    • οι πιότεροι αλευράδες στα χωριά είναι και τοκογλύφοι |
    • prov ~ και πεινασμένος δε γίνεται |
    • μπορεί ποτέ ο φούρναρης να είναι συγχρόνως σιτοκαλλιεργητής, μυλωνάς και ~; (Palaiologos) |
    • folks. κάθε στάχυ και ταγάρι, | για να σκάζη ο ~ (Petrop) |
    • poem και δε θα καταψήφιζε κανένας, | αν πρότεινε κ' ένα άλλο |
    • οι αλευράδες | να δίνουν στους απόρους από τρία | κιλά για δείπνο (Stavrou Ar)

[der of MG άλευρον or αλεύριν w. suff -άς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go