Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλεξανδρινισμός ο [aleksanδrinizmós] Ο17 : μίμηση των πνευματικών προτύπων της αλεξανδρινής εποχής. || (επέκτ.) δουλική μίμηση.
[λόγ. < γαλλ. alexandrinisme < alexandrin = αλεξανδριν(ός) -isme = -ισμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλεξανδρινισμός [aleksan∂rinizmós] ο, (& rarely Aλεξαντρινισμός)
- imitation of the Alexandrians, esp the study of the forms but not of the essence, servile imitation:
- περίοδος του αλεξανδρινισμού |
- πρόβλημα |
- αττικισμός ή ~ |
- άλλο πράγμα είναι ο κλασικός ελληνικός ανθρωπισμός ... και άλλο ο μουσειακός ~ που προβάλλεται συνήθως ως υπόδειγμα από τους εραστές της κλασικής παιδείας (Papanoutsos)
[der of Aλεξανδρινός]
- imitation of the Alexandrians, esp the study of the forms but not of the essence, servile imitation:



