Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλγηδόνα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αλγηδόνα [alyi∂óna] η, (& L αλγηδών, gen αλγηδόνος) (L)
  • pain, sorrow, grief (syn άλγος L, πόνος):
    • πώς δέχεται και η ψυχή τις αλγηδόνες από το σώμα (Tatakis) |
    • μέτρο της αλγηδόνος είναι η ποσότητα της κακίας που έχει καθένας (id.) |
    • poem και τα χέρια του άπλωσε, όπως κάνει | νέος δόκιμος Θεός, για να πλάση μαζί ~ κ' ευφροσύνη (Elytis) |
    • πικρή ~ η σωφροσύνη | σα σου γενή | αφέντρα | θες δε θες (Chatzigianniou)

[fr AG ἀλγηδών]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go