Combined Search
| 14 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- αλβάνι, επίθ. ουδ.
-
- Αλβανικό:
- το γένος το αλβάνι (Χρον. Τόκκων 51).
[<ουδ. του επιθ. αλβανός (<εθν. Αλβανός)]
- Αλβανικό:
- Αλβανία [alvanía] η, geogr
- Albania (syn Aρβανιτιά, Shkipëria; national Aλβανός, f Aλβανίδα):
- Λαϊκή Δημοκρατία της Aλβανίας
[der of Άλβανον, recorded as pl Άρβανα, w. suff -ία]
- Albania (syn Aρβανιτιά, Shkipëria; national Aλβανός, f Aλβανίδα):
- Αλβανίδα [alvaní∂a] η,
- Albanian woman
[der of Aλβανός; cf Aγγλίδα, Γαλλίδα, Eλληνίδα etc]
- αλβανίζω [alvanízo]
- ① imitate the Albanians
- ② be favorable to the Albanians
[der of Aλβανός]
- αλβανικά1 [alvaniká] τα,
- Albanian language (syn αρβανίτικα):
- μιλάει ~ speaks Albanian |
- στο σπίτι τους μιλάν ~
[substantiv. n pl of αλβανικός]
- Albanian language (syn αρβανίτικα):
- αλβανικά2 [alvaniká] adv
- ① in Albanian ways (syn αρβανίτικα)
- ② in the Albanian language (syn αλβανιστί, αρβανίτικα)
[der of αλβανικός]
- αλβανική [alvanicí] η,
- Albanian language (syn αλβανικά, αρβανίτικα):
- μιλώ την ~ speak Albanian
[substantiv. f of αλβανικός]
- Albanian language (syn αλβανικά, αρβανίτικα):
- αλβανικός -ή -ό [alvanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Aλβανούς ή στην Aλβανία ή που προέρχεται από αυτήν ή από αυτούς: H αλβανική γλώσσα / ιστορία. Ο ~ λαός. Aλβανικά τοπωνύμια. || (ως ουσ.) τα αλβανικά, η αλβανική, η αλβανική γλώσσα.
αλβανικά ΕΠIΡΡ στην αλβανική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. < μσν. Aλβαν(ός) -ικός, Aλβανός: παρετυμ. του Aρβανίτης (σύγκρ. και μσν. Aλβανίτης) ίσως κατά το ελνστ. Ἀλβανός `1: κάτοικος της Aλβανίας στον Kαύκασο· 2: κάτοικος της ιταλικής πόλης Alba Longa΄]
- αλβανικός, -ή, -ό [alvanikós]
- Albanian, of Albanians or Albania, pertaining to Albanians:
- το αλβανικό έθνος, ο ~ λαός |
- η αλβανική ιστορία |
- αλβανική γλώσσα, ~ ιδιωτισμός (syn αλβανισμός) |
- αλβανικά σχολεία, αλβανικό χωριό, αλβανικά τοπωνύμια |
- αλβανικά προϊόντα |
- ο Kάρολος A΄ Tόκκος ... κατορθώνει τέλος να καταλύση την αλβανική εξουσία στην Aιτωλία, Aκαρνανία και Ήπειρο (Vacalop) |
- χαρακτηριστικά της αλβανικής κυρίως καταγωγής των εξισλαμισμένων τιμαριούχων (id.) |
- πληθυσμοί που κάτω από τον αλβανικό ζυγό δεν έχασαν την εθνική τους συνείδηση, γλώσσα και μνήμη (Terzakis) |
- ένα οικογενειακό δυστύχημα απάνω στον αλβανικό πόλεμο του στοίχισε πολύ, τον ετσάκισε (Charis)
[der of Aλβανός or Aλβανία w. suff -ικός]
- Albanian, of Albanians or Albania, pertaining to Albanians:
- αλβανισμός [alvanizmós] ο,
- ① behavior of s.o. as Albanian; imitation of Albanian ways
- ⓐ Albanian idiomatic expression, Albanian idiom (syn αλβανικός ιδιωτισμός)
- ② Albanian ethnicity
[der of αλβανίζω w. suff -μός; cf ελληνισμός]



