Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλαφρόμυαλος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αλαφρόμυαλος1 [alafrómjalos] ο, (& ελαφρόμυαλος)
  • lightheaded, superficial, silly, foolish:
    • μου τα λες καθώς τα λένε οι κακοί και οι στραβοί και οι αλαφρόμυαλοι (Palam) |
    • τα μικρά πράγματα τραβούν τους ελαφρόμυαλους (Vrettakos).
[Λεξικό Γεωργακά]
αλαφρόμυαλος2, -η, -ο [alafrómjalos] (& ελαφρόμυαλος)
  • ① lightheaded, superficial, silly, foolish (syn αλαφρός, άμυαλος, ανόητος, επιπόλαιος, μωρός):
    • ~ άνθρωπος, αλαφρόμυαλο κορίτσι, γυναίκα αλαφρόμυαλη |
    • μην τον παρεξηγής, είναι ~ λιγάκι |
    • η Bιέννη είναι μια μαυλιστική χαριτωμένη πολιτεία ... όμορφη, αλαφρόμυαλη, φιλάρεσκη (Kazantz) |
    • ήταν πολύ νέα και πολύ καλοκαμωμένη κ' ελαφρόμυαλη (Kokkinos) |
    • (ο λαός οδηγεί στο ικρίωμα) την αλαφρόμυαλη εκείνη Bιεννέζα τη Mαρία Aντουανέτα (Panagiotop) |
    • η ελαφρόμυαλη δράση του Egmont θα φαινότανε πολύ άτοπη (Papanoutsos) |
    • poem δεν κελαϊδείτε ανούσιοι κι άσκοποι ήχοι | σαν τραγούδια ελαφρόμυαλου ερωτιάρη (Mavilis)
  • ② fickle-minded, fickle (syn άστατος)

[cpd of αλαφρός & μυαλό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες