Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαφροπατώ [alafropató] (& rarely ελαφροπατώ) αλαφροπατάς, prp αλαφροπατώντας,
- ① step lightly, have a velvet tread (syn πατώ αλαφρά, αλαφροπερπατώ, near-syn πατώ αθόρυβα):
- μπαίνω αλαφροπατώντας I trip in |
- πήρα αλαφροπατώντας τη σκάλα |
- η κυρία αλαφροπάτησε στ' αμάξι |
- προχώρησε αλαφροπατώντας προς το δωμάτιο της γυναίκας του |
- γύρισε και με πλησίασε αλαφροπατώντας |
- folkt αλαφροπατώντας με τις μύτες ζυγώσανε κλεφτά ν' ακούσουνε την κουβέντα |
- κάτι αλαφρότερο απ' έξω από την πόρτα σα να γλιστρά στο κατώφλι. Aλαφροπατώ κ' εγώ, ανοίγω την πόρτα (Palam) |
- ένας ευαγγελιστής τοιχοζωγράφιστος, ένας άγγελος ελαφροπατώντας τάχ' ανάμεσ' από τα κονίσματα του ιερού (id.) |
- κάτω χαμηλά στα κράσπεδα του βουνού τρέχουν ... οι Ωκεανίδες, γυμνές, ανάερες και αλαφροπατώντας (Evangelidis) |
- πήρε την κατηφοριά αλαφροπατώντας τις πέτρες (Prevelakis) |
- poem η Mούσ' αλαφροπάτησε κ' εστήθηκε ομπροστά μου (Solom) |
- και τα παιδιά αλαφροπατούν, σα να μη θέλουν | να ταράξουν τον ύπνο ενός νεκρού (Palam) |
- ποια δάχτυλ' αλαφροπατάν εκεί, σα να μιλάν | παραπονετικά και κουρασμένα ...; (id.)
- ⓐ proceed softly:
- έφευγε ο νους της κ' η φαντασία της αλαφροπατούσε δειλά και φοβισμένα σα γυναίκα κυνηγημένη ... στο φονιά του αντρός της (Nirvanas) |
- poem η αγρυπνιά με μάρανε | μες στα γαλάζια πλάτη | της νύχτας, π' αλαφροπατά | στου Xάρου το πλεμάτι (Gryparis)
- ② fig hold softly, keep under gentle control, settle gently on (cf αλαφροκαθίζω):
- η νύχτα αλαφροπατούσε τα τριγυρινά βουνά (Vlami) |
- poem και με πλουμίζεις, Έρωτα, και μ' αλαφροπατάς (Palam)
[cpd of αλαφρά & πατώ]
- ① step lightly, have a velvet tread (syn πατώ αλαφρά, αλαφροπερπατώ, near-syn πατώ αθόρυβα):



