Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαφροπάτητος, -η, -ο [alafropátitos] (& rarely ελαφροπάτητος)
- ① pass lightly or softly stepped on
- ⓐ fig:
- το ξεφύλλισα, ξαναείδα τα ίχνη των περασμάτων σου των μολιβοχαραγμένων των αλαφροπάτητων (Palam)
- ② act lightly stepping, lightfooted:
- είχα δει μιαν αλεπού να προχωράη αλαφροπάτητη (Kazantz) |
- φίλησε ... το μέτωπο ... του Tαϋγέτου και χάθηκε αλαφροπάτητη κατά το νοτιά (Lazaridis) |
- (τα ζωντανά) ζυγώνουν ένα ένα, δυο δυο, δεν βιάζονται, αλαφροπάτητα, όλο χάρη και ελαφράδα (Floros) |
- poem αλαφροπάτητο ξεπρόβαινε τ' ολόκορμο φεγγάρι (Kazantz Od 16.1375) |
- και να του πω |
- "σφίξε καλά | τη ζώνη, ~ | να γένης (Sikel) |
- ελεύτερε Θεέ, | όταν εσύ αποπάνω, | σιωπηλός κι ~, μες σε αστροκέντητο χιτώνα προβοδάς (id.) |
- το πόδι ελαφροπάτητο σαν τρυφερούλι ελάφι | πάταγε το κατώφλι μας κ' έλαμπε σα χρυσάφι (Ritsos)
[der of αλαφροπατώ; cf γοργο-πάτητος, νυχοπάτητος, σιγανοπάτητος]



