Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλαφιασμένος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλαφιασμένος -η -ο [alafxazménos] Ε3 μππ. του αλαφιάζω : που έχει κυριευτεί από φόβο, ταραχή· τρομαγμένος: Aλαφιασμένα τ΄ αγρίμια έτρεξαν να κρυφτούν στις φωλιές τους. Tινάχτηκε όρθιος με μάτια αλαφιασμένα. Άκουσε την καρδιά της να χτυπάει αλαφιασμένη. Ξύπνησε ~ από έναν κρότο μέσα στη νύχτα. Έτρεχαν (σαν) αλαφιασμένοι. αλαφιασμένα ΕΠIΡΡ: φοβισμένα, τρομαγμένα, ανήσυχα: Ο πατέρας την κοίταξε ~.

[μππ. του αλαφιάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλαφιασμένος, -η, -ο [alafjazménos] (& λαφιασμένος & rarely [Theotokas] ελαφιασμένος)
  • startled, frightened (syn ξαφνιασμένος, σαστισμένος, ταραγμένος, τρομαγμένος):
    • εσήκωσε το κεφάλι ~ |
    • ξύπνησα ~ από ένα κρότο μες στη νύχτα |
    • το παιδί πεταγόταν στον ύπνο του αλαφιασμένο |
    • τινάχτηκα πάνω ~ |
    • τινάχτηκε ολόρθος με μάτια λαφιασμένα |
    • πετιέται ~he startles up |
    • αλαφιασμένη πετάχτηκε μαζί του κ' η γυναίκα |
    • τρέχαμε αλαφιασμένοι σαν ακούσαμε το σαματά |
    • τον καρτερεί ελαφιασμένη |
    • αλαφιασμένο φευγιό |
    • βλέμμα αλαφιασμένο, μάτια λαφιασμένα |
    • η φαντασία αλαφιασμένη αρμενίζει με σαΐτας γρηγοράδα (Bastias) |
    • κοίταζε αλαφιασμένη ολόγυρα |
    • έριξε μια ματιά ~ στο φίλο του |
    • με μάτι αλαφιασμένο κατοπτεύανε |
    • έσφιξε το κεφάλι του πάνω στο αλαφιασμένο στήθος της |
    • άκουσε την καρδιά του να χτυπάη αλαφιασμένη |
    • αλαφιασμένο πέταγμα (των πουλιών) |
    • το αλαφιασμένο φτεροκόπημα των περιστεριών |
    • η Aσημίνα τον βαστούσε από τις πλάτες, αλαφιασμένη, τα δόντια της χτυπούσανε από το σύγκρυο (Nirvanas) |
    • τα θεριά μούγκρισαν αλαφιασμένα (Myriv) |
    • (χοντρά παράμπολα) βαστάνε στα τραβήγματα τ' αλαφιασμένου ψαριού και στα τερτίπια της πονηριάς του (Bastias) |
    • δε βάσταξε ... ν' ανακατωθή με τον ελαφιασμένο και ξεπαγιασμένο άμαχο συρφετό (Theotokas) |
    • ένα κορμί ελαφιασμένο σπαρταρούσε (id.) |
    • ολόκληρος ένας ~πληθυσμός έπεσε σαν τις ακρίδες μέσα στο ανάκτορο (Ouranis) |
    • έφυγα ~ από τη μοναξιά του μαμούθ (Karantonis) |
    • με κοιτάζουν ιδιαίτερα με μια προσοχή έντονη, ερευνητική μαζί και σαν αλαφιασμένη· με παραμονεύουν (Terzakis) |
    • στα μάτια της περνάει σαν αστραπή κάτι το αλαφιασμένο, ακατανόητος τρόμος ή οραματισμός (id.) |
    • ο λαός της Eξοχής ... ξεχύθηκε από τα χαράματα λαφιασμένος (Akritas) |
    • (η Kλεοπάτρα) τινάχθηκε με μια κίνηση που θύμιζε πάνθηρα αλαφιασμένη (Roussos) |
    • poem μια κοπελιά το γέρο ακράγγιξε και σκούζει αλαφιασμένη (Kazantz Od 20.844) |
    • όπου του Mάρκου το λιοντάρι κάρφωνε μ' αλαφιασμένο μάτι | έναν κοιμάμενο βοσκό (Seferis) |
    • καρδιές ακούς παρθενικές μ' αλαφιασμένους χτύπους (Melachrinos)

[ppp of αλαφιάζω w. forms ελαφιάζω, λαφιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες