Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλατόπετρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλατόπετρα [alatópetra] η, mineral
  • rock salt:
    • poem ήρθε ο καιρός ... | το δάκρυ μας να πήξη σε σκληρή ~ (Melissanthi)
  • ⓐ salt-cat
  • ① smooth, round stone used to crush salt on a flat stone (syn λιθάρι, dial αλατολίθι) .
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες