Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλαζονικά
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αλαζονικά, επίρρ.
  • Περήφανα, υπεροπτικά, κομπαστικά:
    • των Tούρκων αλαζονικά απόκρισιν εποίκεν (Xρον. Mορ. P 5104).

[<επίθ. αλαζονικός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλαζονικά [alazoniká] adv
  • presumptuously, haughtily, arrogantly, (syn με αλαζονικό τρόπο, με έπαρση, με οίηση, κομπαστικά, ξυπασμένα, φαντασμένα, ant ταπεινά, ταπεινόφρονα):
    • ο λόγος ειπώθηκε ~ |
    • την καταγωγή του πατέρα του τη συνδυάζει αλαζονικότατα, αλλά και άνετα με την ίδρυση της ίδιας της Φλωρεντίας (Kanellop) |
    • poem τον πλούτο δεν έδωκες ποτέ σε μένα, | τον ολοένα ερημούμενο από τις φυλές των Hπείρων | και απ' αυτές πάλι ~ ολοένα δοξαζόμενο (Elytis)

[der of αλαζονικός; cf AG ἀλαζονικῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go