Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλήτισσα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αλήτισσα [alítisa] η,
  • female vagrant, female vagabond:
    • κι απ' έξω η θάλασσα, η αιώνια απέραντη θάλασσα, η "μεγάλη ~" του Φλωμπέρ (Athanasiadis-N) |
    • poem (την Ελλάδα) που την κυνήγησαν οι βάρβαροι |...| κι ακόνευτη σαν την ~ | την άστεγη πλανιέται αιώνια (Skipis)

[der of αλήτης w. suff -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go