Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλάνθαστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλάνθαστος -η -ο [alánθastos] Ε5 : αλάθευτος. ANT λανθασμένος, εσφαλμένος. α. που δεν περιέχει λάθη: ~ λογαριασμός. Aλάνθαστοι υπολογισμοί. Aλάνθαστο γραπτό. β. που δεν κάνει λάθη· αλάθητοςα: Aλάνθαστη μέθοδος. Kανείς δεν είναι ~. αλάνθαστα ΕΠIΡΡ χωρίς λάθος: Οι αριθμομνήμονες εκτελούν ~ δύσκολες αριθμητικές πράξεις.

[μσν. αλάθαστος < α- 1 λαθασ- (λαθάνω < αρχ. λανθάνω με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ], πρβ. και μσν. λαθασμός `λήθη΄) -τος και λόγ. επίδρ. με βάση το ενεστ. θ. του αρχ. λανθάνω (μορφολογικά σφαλερή δημιουργία, σύγκρ. και λανθασμένος)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλάνθαστος, -η, -ο [alánθastos]
  • ① containing no errors, unmistakable, impeccable, accurate, sure (syn in αλάθευτος 1):
    • αλάνθαστα συμπτώματα αρρώστιας unmistakable symptoms of ill-health |
    • αλάνθαστο γραπτό |
    • η αριθμητική πράξη είναι αλάνθαστη |
    • αλάνθαστη λογική, παγίδα, προοπτική |
    • ο μύθος του κομμουνισμού που δίνει αλάνθαστους χρησμούς για τους πιστούς του είναι αδύνατο ν' αποκατασταθή πλέον (Christidis) |
    • η ιατρική δεν είναι μία εντελώς θεία και αλάνθαστη τέχνη (Penteas) |
    • κρατούσε στα χέρια του κατά τη γνώμη του αλάνθαστο μέσο της θεραπείας (Nirvanas) |
    • τούτος ήταν ο πιο ~ τρόπος να παραλύση η συνομιλία (Tsitseli) |
    • poem κι όπως στο χέρι του η στιλπνή κι αλάνθαστή του σπάθα (AEmpeirikos)
  • ② not making mistakes, inerrant, infallible (syn in αλάθευτος 2):
    • ~ σκοπευτής |
    • δεν είμαστε αλάνθαστοι |
    • μόνον ο πάπας είναι ~ |
    • η συνείδησή μας είναι ένας ~ κριτής, όταν δεν την έχωμε ακόμα δολοφονήσει (Vrettakos) |
    • ο κριτικός δεν διεκδικεί τον τίτλο του αλάνθαστου Θεού (Thrylos) |
    • η Nεοκαντιανή σχολή πήρε τον Kαντ σαν κάτι απόλυτο κι αλάνθαστο (Lambridi)
  • ⓐ foolproof, ironclad, certain, sure:
    • αλάνθαστο μηχάνημα foolproof machine |
    • αλάνθαστο κάτοπτρο |
    • αλάνθαστη εγγύηση ironclad guarantee |
    • αλάνθαστο φάρμακο |
    • αλάνθαστη κρίση |
    • το αρχαίο ελληνικό θέατρο (ο Mελάς) ... δεν το σχολίαζε μόνο με αλάνθαστη σοφία, αλλά και το αισθανόταν τόσο βαθιά (Charis) |
    • όταν ο ιθαγενής έχη να κάμη με ένα λευκό, νοιώθει με αλάνθαστη διαίσθηση εάν αυτός είναι ηθική προσωπικότητα (Panagiotop)

[neol, cpd w. *λανθαστός: λανθασ- in ModG λανθασμένος of L λανθάνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες