Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλάθευτος -η -ο [aláθeftos] Ε5 : α.που δεν περιέχει λάθη· αλάνθαστοςα: Aλάθευτο κείμενο. β. που δεν κάνει λάθη· αλάθητος: Tο αλάθευτο ένστικτο του μεγάλου καλλιτέχνη. H γνώμη του βέβαια δεν είναι πάντα αλάθευτη.
αλάθευτα ΕΠIΡΡ: H σαφήνεια και η ευκρίνεια των ιδεών μάς οδηγεί ~ προς την αλήθεια. [α- 1 λαθεύ(ω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλάθευτος, -η, -ο [aláθeftos]
- ① containing no errors, accurate, impeccable, excellent (syn ακριβής 1, αλάνθαστος, L αλάθητος, άπταιστος, άσφαλτος, ant λανθασμένος, εσφαλμένος, σφαλερός):
- αλάθευτο μέσο, αλάθευτο κριτήριο |
- αλάθευτο σημάδι ότι clear sign (indication) that |
- αλάθευτη αντίληψη |
- αλάθευτη γνώση |
- αλάθευτη αρμονία και ενότητα |
- ~ λογαριασμός |
- φανερώνει την αλάθευτη βουλή του Διός (Karouzos) |
- χειρίζεται την καθαρεύουσα μ' ένα αίσθημα αλάθευτο (Karouzou) |
- αλάθευτο αίσθημα γλωσσικό |
- η γνώμη του βέβαια δεν είναι αλάθευτη |
- το αλάθευτο ένστικτο του αληθινού καλλιτέχνη (id.) |
- η αλάθευτη καλαισθησία των παλιών καιρών (Panagiotop) |
- ακούει την αλάθευτη φωνή της καρδιάς του (Kazantz) |
- κοιτάζουμε κατάμπροστα, σπρωγμένοι από τεράστιες πίσω μας αλάθευτες σκοτεινές δυνάμες (id.) |
- δεν υπάρχει δύναμη μεγαλύτερη, πολυτιμότερη από την αλάθευτη και πάμφωτη γνώση (Panagiotop) |
- περνάω τις εντυπώσεις μου από μια δοκιμασία, που μου φαίνεται αλάθευτη όσο κι η παλιά πείρα (Charis) |
- ετούτη είναι η μόνη μάθηση η αλάθευτη, η αιώνια (Papatsonis) |
- με οδηγήτρα αυτή την αλάθευτη ειμαρμένη θεών και ανθρώπων (id.) |
- poem κ' είναι ο χρησμός ~ της πίστης (Palam)
- ② not committing errors, unerring, infallible (syn μη σφαλλόμενος L, αλάνθαστος, L αλάθητος, άμεμπτος, άψογος):
- δεν υπάρχει στον κόσμο άνθρωπος ~ |
- είμαι ο κοινός κι ο ~ προφήτης (Papantoniou) |
- καμιά εξουσία δεν είναι αλάθευτη (Panagiotop) |
- ο μεγάλος καλλιτέχνης έχει τη διαίσθησή του αλάθευτο οδηγό (Papanoutsos) |
- μέσα του πάντα θα δούλευε της απιστίας το αλάθευτο ένστικτο (Plaskovitis) |
- θερμόμετρο αλάθευτο ... είναι τα φερσίματά του (sc του άντρα) (Drosou) |
- poem εσύ 'σαι αλάθευτη θεά κι ανίκητη παρθένα (Palam) |
- αίμα εσύ, | λαγαρισμένο υπέρσοφα και μοιρασμένο | απ' την αλάθευτη τεχνίτρα, τη Zωή (id.)
- ⓐ not missing the goal, sure, accurate, fine (syn επιτυχής, εύστοχος):
- ~ κυνηγός |
- αλάθευτη μηχανή |
- αλάθευτο ντουφέκι |
- αλάθευτη τέχνη |
- κι αυτά τα μάγια είν' αλάθευτα, σ' όποιον τα ρίξουν ξεπατώνεται (Palam) |
- σημάδεψε το πουλί στον αέρα με το αλάθευτο μάτι του και το χτύπησε (Papantoniou) |
- οι μαρμαρόπλακες ... ξαναβρήκαν την πρώτη μορφή τους με την αλάθευτη μαστοριά του Kινέζου (Panagiotop) |
- poem πάντα με κοφτερό σπαθί κι αλάθευτο κοντάρι (Palam) |
- σφυρίζει πλιο πικρότερα τ' αλάθευτό μας βόλι (id.) |
- ξανάφερα το αλάθευτο | του θείου ρυθμού βοτάνι (Sikel) |
- και να βουτήξουμε στη θάλασσα το αλάθευτό μας χέρι (Kazantz Od 13.1327)
[cpd. w. *λαθευτός: λαθεύω]
- ① containing no errors, accurate, impeccable, excellent (syn ακριβής 1, αλάνθαστος, L αλάθητος, άπταιστος, άσφαλτος, ant λανθασμένος, εσφαλμένος, σφαλερός):



