Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακόντιση η [akóndisi] Ο33 : η ενέργεια του ακοντίζω· ακόντισμα.
[λόγ. < αρχ. ἀκόντι(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακόντιση [akóndisi] η, s. ακόντιο 3
[fr K, AG ἀκόντισις]



