Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακόντιση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακόντιση η [akóndisi] Ο33 : η ενέργεια του ακοντίζω· ακόντισμα.

[λόγ. < αρχ. ἀκόντι(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακόντιση [akóndisi] η, s. ακόντιο 3

[fr K, AG ἀκόντισις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go