Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακόνη
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
ακόνη [akóni] η, region.
  • whetstone, hone (syn in ακόνι 1)

[fr AG ἀκόνη]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακόνημα s. ακόνισμα.
[Λεξικό Κριαρά]
ακονητός, επίθ.
  • Aκονισμένος:
    • το λιθάριν … το ακονητόν (Διήγ. Aλ. V 63).

[<αρχ. ακονώ. T. ακονατέ σήμ. τσακων.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες