Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακτύπητος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ακτύπητος, επίθ.· ανεκτύπητος.
  • Που δε χτυπήθηκε, που δε λαβώθηκε:
    • Eις ταύτην την συμπλοκήν του πολέμου … ολίγοι εφυλάχθησαν ακτύπητοι (Διγ. Άνδρ. 3923).

[<στερ. α‑ + κτυπώ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακτύπητος s. αχτύπητος.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go